χειροπρίονο

χειροπρίονο
και χεροπρίονο, το, Ν
πριόνι που χρησιμοποιείται με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + πριόνι. Η λ., στον λόγιο τ. χειροπρίονον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροπρίων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) το χειροπρίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πρίων (Ι) «πριόνι»] …   Dictionary of Greek

  • χεροπρίονο — το, Ν βλ. χειροπρίονο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”